Επιμέλεια: Στέλιος Τσεβάς
Ο Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics. Επικοινωνήσαμε μαζί του με αφορμή την εκδήλωση που διοργανώνει το synenteuxis.gr για την ανεργία και τις τράπεζες. Του προτείναμε μια συνέντευξη και ζήτησε λίγο χρόνο να μελετήσει καλύτερα τα τραπεζικά θέματα στην Ελλάδα του 2014. Εξαιρετικά συνεργάσιμος, προσιτός και καταρτισμένος. Το επιστημονικό του ήθος μπορεί κανείς να το καταλάβει από τις απαντήσεις του. Να λοιπόν οι απόψεις ενός διαπρεπούς στο εξωτερικό Έλληνα οικονομικού επιστήμονα για την κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία σήμερα.
1. Ποιος είναι ο ρόλος των τραπεζών στη σύγχρονη οικονομία; Πως μετέβαλε το
ρόλο των τραπεζών διεθνώς η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008;
Ο ρόλος των τραπεζών, τόσο τώρα
όσο και παλιότερα, είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ δανειστών και δανειζομένων. Ο
δανειστές έχουν αποταμιεύσεις, τις οποίες δεν χρειάζονται άμεσα. Οι
δανειζόμενοι έχουν ευκαιρίες για παραγωγικότερη χρήση των αποταμιεύσεων αυτών.
Οι τράπεζες δεν είναι ο μόνος
θεσμός που φέρνει κοντά δανειστές και δανειζόμενους. Αυτό μπορεί να γίνει και
με άλλους τρόπους, π.χ., χρηματιστήριο, αγορά ομολόγων, αμοιβαία κεφάλαια, venture capital funds, κτλ. Δύο βασικά
χαρακτηριστικά διαφοροποιούν τις τράπεζες:
α. Το μεγαλύτερο μέρος του παθητικού τους είναι
καταθέσεις, οι οποίες επιπλέον είναι κυρίως από νοικοκυριά και άρα μικρού
μεγέθους. Οι καταθέσεις είναι πολύ βραχυπρόθεσμα δάνεια: οι καταθέτες μπορούν
ανά πάσα στιγμή να απαιτήσουν από την τράπεζα την επιστροφή των χρημάτων που
έχουν “δανείσει” σε αυτή.
β. Μεγάλο μέρους του ενεργητικού τους είναι δάνεια μικρού
μεγέθους, σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Επειδή οι τράπεζες δανείζουν
σε ένα τομέα της οικονομίας που δεν έχει πρόσβαση σε άλλους διαμεσολαβητικούς θεσμούς (π.χ. μια μικρή επιχείρηση δεν μπορεί να αντλήσει κεφάλαια από το χρηματιστήριο) είναι σημαντικές για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας. Επομένως,
τα κράτη, μέσω των εποπτικών θεσμών, προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες
έχουν επαρκή κεφάλαια (αξία ενεργητικού μείον αξία καταθέσεων και άλλου
δανεισμού). Σε περίπτωση που τα κεφάλαια μειωθούν κάτω από ένα ποσοστό του
ενεργητικού, οι τράπεζες υποχρεώνονται να μειώσουν τον δανεισμό και ενδεχομένως
να ανακεφαλαιοποιηθούν. Στην ακραία περίπτωση που τα κεφάλαια γίνουν αρνητικά,
το κράτος πρέπει να συμμετέχει στην ανακεφαλαιοποίηση με χρήματα των
φορολογουμένων.
Μετά την πρόσφατη
χρηματοοικονομική κρίση, οι τράπεζες έχουν δεχθεί πίεση να αυξήσουν το ελάχιστο
ποσοστό του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν τα κεφάλαιά τους. Οι τράπεζες έχουν
αντισταθεί στην πίεση αυτή καθώς ένα χαμηλό ποσοστό είναι προς το συμφέρον τους:
τυχόν κέρδη τους πάνε στους μετόχους τους, αλλά τυχόν απώλειες καλύπτονται
κυρίως από το κράτος αν τα κεφάλαιά τους είναι χαμηλά. Το τωρινό ποσοστό είναι
6%. Αν και ο καθορισμός του βέλτιστου ποσοστού για την ομαλή λειτουργία της
οικονομίας είναι δύσκολος, αυτό είναι μάλλον μεγαλύτερο από 6%.
2. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι θα ήθελαν καταρχήν μια κοινωνία όπου όλοι
έχουν μια δουλειά (για λόγους ατομικής εξέλιξης του καθενός, αλλά και για
λόγους παραγωγικότητας του συνόλου), για ποιο λόγο στην ελεύθερη αγορά υπάρχει
ανεργία; Εξυπηρετεί κάποιον οικονομικό σκοπό η ανεργία και αν ναι, μέχρι ποιου
σημείου;
Μακροπρόθεσμα, το βασικό αίτιο
της ανεργίας σε μια πραγματικά ελεύθερη αγορά είναι ότι δεν μπορεί να βρει
κάποιος άμεσα μια εργασία που να ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στις
δεξιότητές του. Σε μια μοντέρνα οικονομία είναι αναπόφευκτο κάποιοι κλάδοι να
παρακμάζουν και άλλοι να αναπτύσσονται. Αυτό απαιτεί μετακίνηση εργατικού
δυναμικού από τους πρώτους στους δεύτερους, καθώς και πιθανή απόκτηση νέων
δεξιοτήτων. Η όλη διαδικασία απαιτεί χρόνο. Η ανεργία αυτού του είδους είναι
γενικά θεμιτή καθώς έτσι επιτυγχάνεται η κατανομή των κατάλληλων εργαζομένων
στις κατάλληλες θέσεις εργασίας.
Ένα δεύτερο αίτιο ανεργίας,
επίσης μακροπρόθεσμο, είναι οι διάφορες στεβλώσεις στις αγορές εργασίας και
προϊόντων. Για παράδειγμα οι περιορισμοί στις ομαδικές απολύσεις αποθαρρύνουν
τις προσλήψεις ή μπορούν ακόμα να οδηγήσουν επιχειρήσεις σε κλείσιμο. Τα
γραφειοκρατικά εμπόδια για την δημιουργία νέων επιχειρήσεων επίσης αυξάνουν την
ανεργία.
Ένα τρίτο αίτιο ανεργίας, πιο
βραχυπρόθεσμο αλλά πολύ σημαντικό στην παρούσα κρίση, είναι η πιστωτική
ασφυξία, δηλαδή η αδυναμία υγειών επιχειρήσεων να βρουν χρηματοδότηση.
Πιστωτική ασφυξία υπάρχει όταν οι τράπεζες έχουν υποστεί κεφαλαιακές απώλειες,
και επομένως υποχρεώνονται να μειώσουν τον δανεισμό.
Η ανεργία που οφείλεται
στο πρώτο αίτιο είναι της τάξεως του
5-6% μακροπρόθεσμα. Μπορεί να αυξηθεί στο 9-10% λόγω των διαφόρων στρεβλώσεων.
Το τωρινό ποσοστό στην Ελλάδα είναι γύρω στο 27% και οφείλεται σε σημαντικό
βαθμό στην πιστωτική ασφυξία. Οφείλεται όμως και στο γεγονός ότι η Ελληνική
οικονομία πρέπει να αναπροσανατολιστεί προς την παραγωγή περισσότερων διεθνώς
εμπορεύσιμων προϊόντων, και αυτό απαιτεί μια σημαντική μετακίνηση εργατικού
δυναμικού προς τους αντίστοιχους κλάδους.
3. Φυσιολογικά, σε ποιον βαθμό και υπό ποιες προϋποθέσεις αλληλεπιδρούν μεταξύ
τους η ομαλή συστημικά λειτουργία τραπεζών και η ανεργία (π.χ. η ακμή των
τραπεζών συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας και το αντίστροφο) ; Πως λειτουργεί
αυτή η σχέση στην παρούσα κρίση;
Η καλή λειτουργία των τραπεζών
είναι απαραίτητη για τη συγκράτηση της ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα. Όπως ανέφερα
και παραπάνω, η δραματική αύξηση της ανεργίας στην Ελλάδα κατά την παρούσα
κρίση οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην πιστωτική ασφυξία, την οποία έχουν
προκαλέσει οι κεφαλαιακές απώλειες των τραπεζών.
Η αύξηση του τραπεζικού
δανεισμού και η μείωση της ανεργίας πάνε γενικά μαζί. Αυτό όμως δεν σημαίνει
ότι η αύξηση του τραπεζικού δανεισμού είναι πάντα προς το συμφέρον της
οικονομίας (ακόμα και αν προκαλεί μείωση της ανεργίας). Σε περιόδους
οικονομικής ανάπτυξης, οι τράπεζες έχουν κίνητρα να αυξάνουν υπερβολικά τον
δανεισμό, εκθέτοντας την οικονομία στον κίνδυνο πιστωτικής ασφυξίας αν ο ρυθμός
ανάπτυξης ελαττωθεί.
4. Στις παραπάνω ερωτήσεις οι ελληνικές εκδοχές τραπεζικού συστήματος και
ανεργίας παρεκκλίνουν από τους γενικούς κανόνες πριν και μετά την κρίση; Αν
ναι, που οφείλεται αυτό;
Η Ελληνική οικονομία περνάει
έναν πιστωτικό κύκλο παρόμοιο με αυτόν που έχουν περάσει άλλες χώρες. Από την
είσοδο στο Ευρώ μέχρι το 2008, ο τραπεζικός δανεισμός αυξήθηκε με ταχύ και
μάλλον υπερβολικό ρυθμό, εφάμιλλο με αυτόν της Ιρλανδίας και Ισπανίας. Από το
2010 και μετά η οικονομία βρίσκεται σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας. Ο
πιστωτικός κύκλος έχει ενταθεί εξαιτίας της κρίσης δημοσίου χρέους, και αυτό
είναι μια σημαντική διαφορά με Ιρλανδία και Ισπανία, που η κρίση τις βρήκε με
χαμηλότερο χρέος.
Η ανεργία συνάδει σε κάποιο
βαθμό με την κατάσταση του πιστωτικού κύκλου. Η μεγάλη αύξηση της ανεργίας
οφείλεται και στην ανάγκη για ένα σε βάθος αναπροσανατολισμό της παραγωγικής
δραστηριότητας, όπως ανέφερα και παραπάνω.
5. Πως στη σημερινή συγκυρία θα μπορούσε η Ελλάδα χωρίς περαιτέρω εξωτερική
βοήθεια να μειώσει την ανεργία και να ενεργοποιήσει την χρηματοδότηση των
επιχειρήσεων από τις τράπεζες;
Το σημαντικότερο θέμα είναι η
διαχείριση των προβληματικών δανείων, είτε αυτά είναι σε νοικοκυριά είτε σε επιχειρήσεις.
Τα προβληματικά δάνεια στην Ελλάδα πλησιάζουν το επίπεδο της Ιρλανδίας, που
είναι το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη. Σε κάποιες περιπτώσεις, η καλύτερη
διαχείριση ενός προβληματικού δανείου είναι ένα “κούρεμα” σε βιώσιμα επίπεδα,
ιδιαίτερα αν το μέγεθός του υπερβαίνει το ποσό που η τράπεζα θα μπορέσει να
λάβει αν ρευστοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία που έχει λάβει ως εγγύηση (collateral) από τον δανειζόμενο. Σε άλλες περιπτώσεις, η
ρευστοποίηση είναι η καλύτερη λύση.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η
χειρότερη λύση είναι η μακροχρόνια διατήρηση του δανείου σε μη βιώσιμα επίπεδα.
Μια υπερχρεωμένη επιχείρηση, για παράδειγμα, δεν έχει κίνητρα να
πραγματοποιήσει νέες επενδύσεις καθώς τα κέρδη θα χρησιμοποιηθούν για την
αποπληρωμή δανείων. Αν πάλι η επιχείρηση δεν είναι βιώσιμη, τότε είναι καλύτερα
τα περιουσιακά της στοιχεία να ρευστοποιηθούν και να αγοραστούν από άλλη πιο
παραγωγική επιχείρηση. Η ταχεία διευθέτηση των προβληματικών δανείων είναι
επομένως πολύ σημαντική για την ανάκαμψη της οικονομίας και την μείωση της
ανεργίας.
Αν και η μακροχρόνια διατήρηση
προβληματικών δανείων σε μη βιώσιμα επίπεδα δεν είναι προς το συμφέρον της
οικονομίας, μπορεί να είναι προς το συμφέρον των τραπεζών. Αυτό γιατί κούρεμα ή
ρευστοποίηση αναγκάζει τις τράπεζες να καταγράψουν απώλειες, και ενδεχομένως να
υποχρεωθούν να αντλήσουν νέα κεφάλαια, κάτι το οποίο μειώνει την αξία των
επενδύσεων των υπάρχοντων μετόχων.
Θα πρέπει λοιπόν να εξασκηθεί
μεγαλύτερη πίεση προς τις τράπεζες να αναγνωρίσουν τις πραγματικές τους
απώλειες, ακόμα και αν αυτό σημαίνει νέα ανακεφαλαιοποίηση (η οποία θα είναι
μικρότερου μεγέθους από την προηγούμενη, και θα μπορεί ίσως να πραγματοποιηθεί
μόνο με ιδιωτικά κεφάλαια). Ένας τρόπος να συμβεί αυτό είναι να περάσουν τα
προβληματικά δάνεια όλων των τραπεζών σε μια “κακή τράπεζα” (bad bank), η οποία να αναλάβει την διευθέτησή τους. Αυτή η επιλογή ακολουθήθηκε στην Ιρλανδία,
και πιο πρόσφατα στην Ισπανία για τα στεγαστικά δάνεια.
6. Οι πολιτικές που σήμερα ακολουθούνται είναι στη σωστή κατεύθυνση; Μέχρι
πότε θα συνεχίσει στην Ελλάδα η ανεργία να αυξάνεται και οι Τράπεζες να μην
δανείζουν;
Για να αρχίσουν πάλι να
δανείζουν οι τράπεζες θα πρέπει να διευθετηθεί το θέμα των προβληματικών
δανείων, και να αποκτήσουν οι τράπεζες ουσιαστικά επαρκή κεφαλαιοποίηση. Θα
πρέπει όμως να επιστρέψουν και οι καταθέσεις, κάτι το οποίο απαιτεί πολιτική
σταθερότητα. Αν και αυτές οι διαδικασίες
θα πρέπει να επισπευθούν, θα απαιτήσουν χρόνο. Είναι πιθανό να αρχίσει να
μειώνεται η ανεργία πριν να υπάρξει σημαντική αύξηση του τραπεζικού δανεισμού.
Τα αποτελέσματα των πρόσφατων stress tests, που σχεδιάζεται να δημοσιοποιηθούν στα τέλη Ιανουαρίου
θα καθορίσουν το πόσα επιπλέον κεφάλαια θα χρειαστούν οι τράπεζες, και κατά
πόσο η κεφαλαιοποίησή τους θα είναι επαρκής. Σχετικά με αυτό το θέμα φαίνεται
να υπάρχει διαμάχη μεταξύ κυβέρνησης και τρόϊκας, καθώς η πρώτη επιθυμεί να
μειωθεί το απαιτούμενο ποσό που θα βγει από τα stress tests, ώστε τα χρήματα να
χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού αντί για ενδεχόμενη
δημόσια συμμετοχή σε ενδεχόμενη νέα ανακεφαλαιοποίηση. Η κυβερνητική στρατηγική
εμπεριέχει τον κίνδυνο να συνεχίσουν οι τράπεζες με μη επαρκή κεφάλαια και να
απαιτηθεί πολύς χρόνος για την επανέναρξη του δανεισμού. Να τονίσω ότι η
στρατηγική αυτή βολεύει και τις τράπεζες καθώς αυτές δεν υποχρεώνονται σε νέα
ανακεφαλαιοποίηση, η οποία θα μείωνε την αξία των επενδύσεων των υπάρχοντων
μετόχων.
7. Τα χρήματα που έχουν μέχρι σήμερα
δοθεί από το ελληνικό Δημόσιο στις Τράπεζες σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις (π.χ. http://www.enikos.gr/mpogiopoulos/190145,%C2%ABD en _yparxoyn_lefta%C2%BB;_Ki_ayta_tote_ti_.html) αγγίζουν ως και τα 145 δις ευρώ. Ήταν αναγκαίο
να δοθούν όλα αυτά τα ποσά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα; Θα μπορούσε κανείς να
διαχειριστεί καλύτερα αυτά τα χρήματα ώστε και να παράσχει στις τράπεζες
ρευστότητα αφενός, αφετέρου για να κινητοποιήσει την αγορά εργασίας;
Πρέπει να διαχωρίσουμε τα
χρήματα που δόθηκαν στις τράπεζες ως κεφαλαιακή ενίσχυση, και αυτά που δόθηκαν
για λόγους ρευστότητας. Κάποια από τα πρώτα μάλλον δεν θα ανακτηθούν, αλλά τα
δεύτερα θα ανακτηθούν γιατί είναι δανεισμός προς τις τράπεζες έναντι εγγυήσεων.
Η κεφαλαιακή ενίσχυση που δόθηκε στις τράπεζες κατά την πρόσφατη
ανακεφαλαιοποίησή τους είναι περίπου 40 δις Ευρώ, και υπάρχει ένα “μαξιλάρι”
άλλων 10 δις.
Η παροχή κεφαλαίων από το
κράτος στις τράπεζες ήταν απαραίτητη καθώς αυτές είχαν αρνητικά κεφάλαια -η μόνη
άλλη επιλογή θα ήταν κούρεμα των καταθέσεων, που θα προκαλούσε τα προβλήματα που
είδαμε στην Κύπρο. Θα μπορούσαν ίσως τα χρήματα που δόθηκαν στις τράπεζες να ήταν
λιγότερα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις συνθήκες αβεβαιότητας κάτω από τις
οποίες σχεδιάστηκε η ανακεφαλαιοποίηση. Επίσης θα μπορούσε η ανακεφαλαιοποίηση
να συνοδευόταν από μια πιο δραστική αλλαγή του τραπεζικού σκηνικού με είσοδο
νέων παικτών όπως ξένες τράπεζες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η προσέλκυση
ξένων τραπεζών είναι ιδιαίτερα δύσκολη λόγω των προβλημάτων της Ελληνικής
οικονομίας και της γενικότερης κρίσης στην Ευρωζώνη. Είναι επίσης θετικό το ότι
οι περισσότερες Ελληνικές τράπεζες παρέμειναν υπό ιδιωτικό έλεγχο. Αν περνούσαν
στο δημόσιο, οι θεσμικές αδυναμίες της Ελληνικής οικονομίας θα επέτρεπαν στο
πολιτικό σύστημα να αποκτήσει πλήρη έλεγχό τους, με κάκιστες συνέπειες για την
παραγωγικότητά τους και αυτή της οικονομίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου